-
1 распределитель
тех. о διανομέας, о κατανεμητής- вызовов (тлф.) - των κλήσεων, ο διακόπτης των εντολών- зажигания ο ψεκαστήρας καυσίμων, το ντιστρι-μπυτέρ (ξεν.)- του κλιβάνου, το πτύον/φτυάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распределитель